Ισορροπώντας στο σχοινί της ασυμφωνίας
.
Η θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας είναι προϊόν του Αμερικανού κοινωνικού ψυχολόγου Leon Festinger, το 1957. Η γνωστική ασυμφωνία βρίσκεται στο ενδοατομικό επίπεδο κατά τη τυπολογία του Doise και είναι μέρος των θεωριών συνεκτικότητας, οι οποίες έχουν σκοπό τη διατήρηση της ισορροπίας. Επηρεασμένος από το ρεύμα του μορφολογισμού (Gestalt) ο Festinger εξετάζει τις σχέσεις δύο αντιφατικών γνωστικών στοιχείων, που δυνητικά αφορούν όλο το κοινωνικό και ατομικό πλαίσιο. Τα γνωστικά στοιχεία δύνανται να αποτελούν συμπεριφορές ή πεποιθήσεις, οι οποίες βρίσκονται σε σύγκρουση. Με τη σειρά της η σύγκρουση αποφέρει αρνητικά συναισθήματα στο άτομο που τη βιώνει, το οποίο καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να τη κατευνάσει και να βρεθεί εκ νέου σε κατάσταση ισορροπίας. Μάλιστα, η ένταση της σύγκρουσης είναι ανάλογη της σπουδαιότητας που αποδίδει το άτομο στα αντιφατικά γνωστικά στοιχεία.
.
Ο κατευνασμός επιτυγχάνεται είτε με τη προσθήκη νέων γνωστικών στοιχείων, είτε με τη μετατροπή των ήδη υπάρχοντων. Ένα παράδειγμα γνωστικής ασυμφωνίας είναι της στρατιωτικής εκπαίδευσης. Παρ’ όλα αυτά σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι η γνωστική συμφωνία είναι μια ψυχολογική και όχι λογική διαδικασία. Ειδικότερα, κατά τη στρατιωτική εκπαίδευση το άτομο βρίσκεται σε μια κατάσταση μύησης, περνώντας σκληρές και επίπονες δοκιμασίες ευτελίζοντας πολλές φορές τη προσωπικότητά του. Σε αυτή τη περίπτωση βρίσκεται σε συνθήκη γνωστικής ασυμφωνίας υψηλής έντασης, και καλείται να υπομείνει τη δυσάρεστη κατάσταση που βιώνει. Το κυρίαρχο εθνικό φρόνημα έχει βασιλική θέση στη στρατιωτική εξουσία και σε συνδυασμό με την επιβαλλόμενη πειθαρχίατης εκπαίδευσης δημιουργεί στον εκπαιδευόμενο αμφίσημα συναισθήματα. Πιο συγκεκριμένα, μέσα από αυτή την αυστηρή διαδικασία ανούσιων πολλές φορές δοκιμασιών, το άτομο πρέπει να τις δικαιολογήσει, επομένως να μετατρέψει τα ήδη υπάρχοντα γνωστικά στοιχεία του. Οι δραστηριότητες που καλούνται να κάνει κανείς στο στρατό, δε θα είχαν κανένα απολύτως νόημα στη πολιτική ζωή του δρώντος ατόμου, τις οποίες κατά πάσα πιθανότητα να καταδίκαζε και ως ανιαρές.
.
Παρ’ όλα αυτά, στο πέρας της εκπαίδευσης και της θητείας τις αξιολογεί ως υψίστης σημασίας και απαραίτητες. Με ασφάλεια μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η συγκεκριμένη γνωστική ασυμφωνία μπορεί να κρατεί και για πολύ καιρό, παρατηρώντας άτομα ακόμη και όταν έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τη στρατιωτική τους εμπειρία να τη διηγούνται και να την αξιολογούν ως υψίστης σημασίας πράξη. Όταν μάλιστα τελειώσει η σκληρή εκπαίδευση, οι μυημένοι πλέον στρατιώτες, τείνουν να έχουν υψηλό αίσθημα κύρους, έχοντας εκτελέσει ωστόσο πράξεις περιττές, επιβαρυντικές και σε ένα σημείο καταπιεστικές («καψόνια»). Το υψηλό αίσθημα κύρους προκύπτει διότι οι άνθρωποι αξιολογούν θετικότερα κάτι το οποίο απέκτησαν μέσα από επίπονες προσπάθειες. Το παράδειγμα της δικαιολογίας της προσπάθειας έχει τις ρίζες του στο πείραμα των Aronsonκαι Millsτο 1959, με τη συμμετοχή των φοιτητριών στο σεμινάριο της ψυχολογίας της σεξουαλικότητας.
.
Η θεωρία της ψυχολογικής αναδραστικότητας του Jack Brehm (1966) εξίσου ανήκει στις θεωρίες συνεκτικότητας και κινείται στη σφαίρα του ατομικού και του ενδοομαδικού, σύμφωνα με το μοντέλο του Doise. Συχνά περιγράφεται και ως θεωρία της ελευθερίας. Σύμφωνα με τον Brehm ως ψυχική αναδραστικότητα ορίζεται η αυξημένη ελκτική συμπεριφορά του ατόμου όταν βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα αντικείμενο, μια πράξη, μια κατάσταση ή ένα συναίσθημα το οποίο όμως του είναι απαγορευμένο. Το άτομο βιώνει έντονη συνθήκη δυσφορίας εξαιτίας αυτής της απαγόρευσης και αναζητεί μεθόδους «απελευθέρωσης» και εκτόνωσης του αρνητικού συναισθήματος της δυσφορίας μέσω της τέλεσης της απαγορευμένης πράξης. Το άτομο επομένως τείνει να αξιολογεί θετικότερα τις συμπεριφορές που του απαγορεύονται και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η αναδραστικότητα αυτή μπορεί να συνοδευτεί και από επιθετικότητα.
.
Τα κυριότερα πειράματα ψυχολογικής αναδραστικότητας αφορούσαν τη καταναλωτική συμπεριφορά των ανθρώπων σε καταστάσεις πίεσης. Μια πτυχή της αναδραστικότητας ανάγεται στην εξουσία. Συγκεκριμένα, φαίνεται να υπάρχει μια αναλογική συσχέτιση της κοινωνικής θέσης του ατόμου που ασκεί πίεση με το βαθμό της προκαλούμενης αναδραστικότητας. Για παράδειγμα, σε ένα υποθετικό πλαίσιο χρηστών ναρκωτικών η αυθεντία, δηλαδή τα διάφορα προγράμματα απεξάρτησης, καλεί τους χρήστες να ενταχθούν σε κάποιο πρόγραμμα απεξάρτησης και κοινωνικής επανένταξης. Εκεί οι χρήστες θα αναγκαστούν να προσαρμοστούν σε ένα νέο περιβάλλον μακριά από τις εξαρτήσεις και το προηγούμενο τρόπο ζωής που είχαν, στη προσπάθεια της επανενσωμάτωσης τους. Παρότι γνωρίζουν ότι αυτή η διαδικασία θα τους επωφελήσει θετικά στο μέλλον, αρνούνται πεισματικά να λάβουν μέρος.
.
Στη περίπτωση όμως που κάποιος ομότιμος τους χρήστης, τους προτείνει να ενσωματωθούν σε ένα πρόγραμμα απεξάρτησης θα αρχίσουν να επανεκτιμούν τη πιθανότητα να ενταχθούν. Αυτό συμβαίνει διότι τα εκάστοτε προγράμματα απεξάρτησης ασκούν μεγαλύτερη πίεση στην αναδραστικότητα των ατόμων και εμφανίζονται ως «στερητικά της ελευθερίας». Αντίθετα, ο χρήστης που προτείνει την απεξάρτηση, ουσιαστικά δηλαδή το ίδιο επιχείρημα με τα κέντρα απεξάρτησης, ή το άτομο άλλοθι σύμφωνα με τη θεωρία του Μπρεμ, βρίσκεται στην ίδια κοινωνική θέση με τους εν ενεργεία χρήστες.
.
Ζαρείφης Χάρης,
Κοινωνιολόγος – Υπεύθυνος εθελοντών / Διοικητικός υπάλληλος,
“IASIS | At Centro”
.